- αντέγκληση
- [-ις (-εως)] η1) юр. встречное обвинение; 2) пререкание, перебранка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντέγκληση — η αμοιβαία πρόκληση για λογομαχία, διαπληκτισμός … Dictionary of Greek
αντικατηγορία — η (Α ἀντικατηγορία) αμοιβαία κατηγορία, αντέγκληση … Dictionary of Greek